- αχαμήλωτος
- -η, -οαυτός που δε χαμηλώνει, δεν κατεβαίνει: Στεκόταν απέναντί μου με τα μάτια αχαμήλωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχαμήλωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει γίνει πιο χαμηλός, που δεν έχει ελαττωθεί κατά το ύψος ή την ένταση («κουρτίνα αχαμήλωτη», «φωνή αχαμήλωτη») 2. εκείνος που δεν έχει υποστεί ταπείνωση … Dictionary of Greek